αλύπητος

αλύπητος
-η, -ο (Α ἀλύπητος, -ον)
αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός
2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς
3. αφειδής, άφθονος
4. επίρρ. αλύπητα
α) χωρίς λύπη, ανελέητα, σκληρά
β) αφειδώς, άφθονα
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί λύπη, ο μη λυπηρός
2. επίρρ. αλυπήτως
δίχως πρόκληση λύπης ή πόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυπώ.
ΠΑΡ. αλυπησιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλύπητος — not pained masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλύπητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε λύπες: Πέρασε μια ζωή αλύπητη. 2. αυτός για τον οποίο δε λυπάται κανείς: Ξοδεύει τα λεφτά του αλύπητα. 3. ο απόνετος, ο άσπλαχνος: Του δωσαν ξύλο αλύπητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλυπήτως — ἀλύπητος not pained adverbial ἀλύπητος not pained masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύπητον — ἀλύπητος not pained masc/fem acc sg ἀλύπητος not pained neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυπήτοις — ἀλύπητος not pained masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυπήτῳ — ἀλύπητος not pained masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύπητοι — ἀλύπητος not pained masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безпечальникъ — БЕЗПЕЧАЛЬНИК|Ъ (1*), А с. Учитель, наставник: и си˫а имуще на супостата нашего врага. спакощаимъ да не поползнетьсѩ по б҃зѣ нога наша. но ||=и заступника. и беспечалника къ подвигомъ и спутника теченью паки. за онсѩго и онсѩго но самого г(с)а и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά …   Dictionary of Greek

  • Τσαουσέσκου, Νικολάε — (Σκορνιτσέστι 1918 – 1989). Ρουμάνος πολιτικός. Όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο Σκορνιτσέστι, αναγκάστηκε, για λόγους οικονομικούς, να αναζητήσει εργασία στο Βουκουρέστι (1929). Η περίοδος αυτή του βίου του συμπίπτει με το μεγάλο κραχ της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”