- αλύπητος
- -η, -ο (Α ἀλύπητος, -ον)αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυποςνεοελλ.1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς3. αφειδής, άφθονος4. επίρρ. αλύπηταα) χωρίς λύπη, ανελέητα, σκληράβ) αφειδώς, άφθονααρχ.1. αυτός που δεν προξενεί λύπη, ο μη λυπηρός2. επίρρ. αλυπήτωςδίχως πρόκληση λύπης ή πόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυπώ.ΠΑΡ. αλυπησιά].
Dictionary of Greek. 2013.